- μπαγάσικος
- -η, -ο [μπαγάσας]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαγάσα, κατεργάρης, πονηρός2. το ουδ. ως ουσ. το μπαγάσικολέγεται με θωπευτική σημασία («πού θα μού πας μπαγάσικο!»).επίρρ...μπαγάσικαμε μπαγάσικο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.